Tuesday, August 30, 2016

Π ό τ ε ;


Ματθ. 25.37, 25.44


Ήρθε ο Χριστός απ' τη δουλειά
και πίσω απ' τα τεφτέρια
σημάδια ψάχναμε μικρά
στα διάφανα του χέρια.

Στεφάνι σφίξαν τη λαλιά
τ' αγκαθερά τα λόγια
και λόφο σήκωσαν μπροστά
οθόνες και ρολόγια.

Κάποιος το χέρι του ζητά
στον τύπο για να βάλει
κι οι γραμματείς μιλούν κοφτά:
Μη δίνεις, θα 'ρθει πάλι.

Σφιχτά δεμένα τα πουγκιά
τα βλέμματα σταυρώναν
ήρθε ο Χριστός κι είχε παιδιά
κι οι έμποροι μαλώναν.

Ήρθε μια δεύτερη φορά
σε χρόνια δυο χιλιάδες
και μου 'πε φεύγοντας δειλά
πως μένει με ψαράδες.

Στα μάτια του έφερε βροχή
στα χέρια του αναπτήρες
κι όλη τη νύχτα, μια φωνή
με ρώταε, πόσους πήρες;

Ζ.Κ.



Thursday, February 25, 2016

Φεύγει




  Η Άννα φεύγει
  κι ο βοριάς έχει κοπάσει
  θαρρείς κι ο Μάης
  λαχταράει να την προφτάσει
  μα εκείνη φεύγει
  και τα δέντρα στην αυλή της
  τις ρίζες λύνουν
  να πετάξουνε μαζί της.


  Μάταια το σύννεφο
  ζητά να μπει στη μέση
  να σταματήσει
  τον τροχό δε θα μπορέσει
  μονάχα ο Ζέφυρος
  την αύρα του θα στείλει
  στις μυγδαλιές
  να της κουνούν λευκό μαντήλι.

  Την πόλη, λίβας
  τη διψά σαν περιβόλι
  τρυπάει το δάκρυ
  του φτωχού και καίει σαν βόλι
  φεύγει το χέρι
  που του χάριζε το χάδι
  της παρηγόριας το κερί
  μες στο σκοτάδι.

  Φτερά λευκά
  φτερά πελώρια ανοίγουν δρόμο
  πάνω απ' τη γη
  κι απ' τον ανθρώπινο το νόμο
  κοντά σ' Εκείνον
  η ψυχή της φτερουγίζει
  γιατί Ένας είναι
  Βασιλιάς κι Αυτός ορίζει.

  Την είχα δει
  καθώς σκαρφάλωνε το λόφο
  το φως μοιράζοντας
  και διώχνοντας το ζόφο
  κι άλλοτε πάνω
  στον βαρύ πικρό της θρόνο
  μου 'στελνε γέλιο
  και χαρά κι αγάπη μόνο.

  Μα τώρα φεύγει
  κι η καρδιά ψελλίζει αντίο
  να με κρατάς
  πολύ σφιχτά, θα κάνει κρύο...

    Ζ.Κ.


...ex favilla...


Thursday, January 21, 2016

Το ξόρκι


https://www.flickr.com/photos/96160792@N05/18809728565/
Φωτογραφία ευγενική χορηγία - Original photo courtesy of Anita Ta

(click!)>>  Πρίγκιπας  -  Prince  -  королевича

Ο πρίγκιπας νυχτώθηκε
σε δροσερούς λειμώνες
σε φυλλαράκια στρώθηκε
πράσινες πολυθρόνες.

Τον βρήκ’ η αυγή να ροβολά
τη βόλτα του να κάμει
σάλτα μικρά δεξιά ζερβά
τον φέραν στο ποτάμι.

Μες στις κροκάλες να πηδά
και πάλι στο γρασίδι
είχε τα μάτια του ανοιχτά
και για κανένα φίδι.

Στου καταρράκτη τα νερά
μια μέρα σαν τις άλλες
είδε μια κόρη να φορά
για φόρεμα τις στάλες.

Πέφτει γλιστρά στη θέα της
στο κατρακύλισμα του
αγγίξανε τα χείλη της
στα χείλη τα δικά του.

Στον κόσμο που γεννήθηκε
ευχή για πάντα εγίνη
το ξόρκι του που λύθηκε
κι ο καταρράκτης δίνη.

Ζ. Κ.