Βασιλιάς
Κατέβαινε στην αγορά
στη βόλτα, στην πλατεία
σκαρφαλωμένος στα γιαπιά
μετά στη μπυραρία.
Κι είχ' ένα γέλιο κοφτερό
-το λέγαν στα παλάτια-
κάθε π' απάνταγεν εχθρό
τον κάρφωνε στα μάτια.
Πέφταν ασπίδες και σπαθιά
και σβήναν τα φουρνέλα
χέρια σαν άπλωνε πλατιά
και σαν προσκάλει “έλα”.
Έφτασε η ξένη σιωπηλά
και στάθηκε ώρα λίγη
άκουε το γέρο να μιλά
για κείνον που 'χε φύγει.
Κι είχε σημάδι τον καιρό
στα μάτια τα μεγάλα
στα στήθια κόσμημα λαμπρό
που φώτισε τη σάλα.
Μη με ρωτάς για τον τρελό
της είπε πριν σωπάσει
έψαχνε να 'βρει ένα θεριό
που μόνος του είχε φτιάσει.
Άργησες κι έχει σφαλιστά
τα μάτια που γελούσαν
έλα και κάθισε σιμά
σ' αυτούς που τα μισούσαν.
Κατέβαινε στην αγορά
στη βόλτα, στην πλατεία
σκαρφαλωμένος στα γιαπιά
μετά στη μπυραρία.
Κι είχ' ένα γέλιο κοφτερό
-το λέγαν στα παλάτια-
κάθε π' απάνταγεν εχθρό
τον κάρφωνε στα μάτια.
Πέφταν ασπίδες και σπαθιά
και σβήναν τα φουρνέλα
χέρια σαν άπλωνε πλατιά
και σαν προσκάλει “έλα”.
Έφτασε η ξένη σιωπηλά
και στάθηκε ώρα λίγη
άκουε το γέρο να μιλά
για κείνον που 'χε φύγει.
Κι είχε σημάδι τον καιρό
στα μάτια τα μεγάλα
στα στήθια κόσμημα λαμπρό
που φώτισε τη σάλα.
Μη με ρωτάς για τον τρελό
της είπε πριν σωπάσει
έψαχνε να 'βρει ένα θεριό
που μόνος του είχε φτιάσει.
Άργησες κι έχει σφαλιστά
τα μάτια που γελούσαν
έλα και κάθισε σιμά
σ' αυτούς που τα μισούσαν.
...homo what?