Ανδρέας
Σαν να σκοτείνιασαν οι μέρες
πέφτει μια ψύχρα μες στις φτέρες
εστάθη ο Ήλιος, περιμένει
το φίλο του που ξαποσταίνει.
Μένουν οι αχτίδες στο πλευρό του
μη θυμηθεί μες στ' όνειρο του
την άθλια τρύπα που 'χε μείνει
τις αλυσίδες και τα κτήνη.
Μα να θυμάται τα πλατάνια
τη λευτεριά, την περηφάνια
τα Καλοκαίρια, τις λιακάδες
και του Χειμώνα τους βοριάδες.
Εψές ακόμα, πλάι στο ρέμα
μέσ' από το θαμπό του βλέμμα
πρόσμενε μια σκιά να φτάσει
που 'φερνε μέλι να χορτάσει.
Κι αναπολούσε τις τρεχάλες
πίσ' από ξύλινες κουτάλες
τ' αλλιώτικα μικρά τους χέρια
που ρίξαν στο βουνό τ' αστέρια.
Το βράδυ γύρισε στο σπίτι
μικρούλης ένιωθε, σπουργίτι
και με τη σκέψη της παρέας