Friday, November 1, 2013

camps



http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Romany_children.jpg

Μαρία

Στις αυλές με τα μάγια
ανθισμένα λουλούδια
κάθε κήπος μια βάγια
τα ποτίζει τραγούδια.

Με χορούς μεγαλώνουν
μ' ένα ντέφι τριμμένο
σε καστρί σκαρφαλώνουν
φορτηγό χαλασμένο.

Τα κουρέλια για μπάλα
για εστία δυο δέντρα
όλη μέρα τρεχάλα
λίγο ασβέστη για σέντρα.

Το χιονιά νανουρίζουν
τη βροχή θα φωνάξουν
τα τσιμέντα ξορκίζουν
“κει μην πας, θα σ' αρπάξουν”.

Δυο χεράκια πιασμένα
σε μια φούστα λιβάδι
ξωτικά στειρωμένα
τα χωρίζουν, κοπάδι.

Πάρτο, βάλε σφραγίδα
γράψ' το δω, στο κιτάπι
πόσο κάνει η ελπίδα;
που πουλάν την αγάπη;

Φυλακές, χειροπέδες
γκλομπ ασπίδα και κάσκα
καμεράντζες, λακέδες
και μι' ανθρώπινη μάσκα.

Καναπές και ντιβάνι
ότι το 'σωσαν λένε
θα μας πουν πόσα πιάνει;
τρέξτε, μάγισσες καίνε.

Μέρες πέρασαν λίγες
κι έχουν έρθει Χειμώνες
αγγελούδι που πήγες;
σε ξεχάσαν οι οθόνες.

Φωτογράφοι προκόβουν
δικηγόροι κερδίζουν
τα λουλούδια κι αν κόβουν
τα λουλούδια θ' ανθίζουν.

Στις αυλές με τα μάγια
ψάχνω χρόνια κι ακόμα
μια χλωμή κουκουβάγια
φτύνει μίσος στο χρώμα.

Μα μιλώντας μαζί τους
ίσως μπόρεσα να 'βρω
τη λευκή την ψυχή τους
μες στο δέρμα το μαύρο.



http://commons.wikimedia.org/wiki/File:A_gipsy_woman_with_her_child.JPG