Καραβάκι
Το πλήθος χάθηκε στο
δείλι
κι ήρθε θλιμμένο το
φεγγάρι
λίγο απ' τ' ασήμι να της
στείλει
στο καραβάκι που 'χει
πάρει.
Το φως του, στ' ουρανού
το γείσο
τ' άσπρα πανιά γλυκά
φουσκώνει
σκόρπισ' εκείνη νότες
πίσω
και ταξιδεύει τώρα
μόνη.
Πόρτες κλειστές
μανταλωμένες
μια μελωδία τις ανοίγει
σκιές να ψάχνουν
κολασμένες
χαρά που θα 'ναι πάντα
λίγη.
Ίσως τη θέλει το σκοτάδι
όμως ο άνεμος την ξέρει
και κάποι' αντένα μες
στο βράδυ
στα όνειρα μας θα τη
φέρει.
Στο κρύο σώπασαν οι
δρόμοι
μ' αν ψάξεις πάντα θ'
απομένει
κάποια ψυχή που κλαίει
ακόμη
κι όλο μιλά, κρυφά, στην
Τζένη.