Sunday, May 12, 2013

Οινόη


Σινε “ΛΟΥΞ” απόψε: δυο Τούρκικα...


Μαμά πρωτόπα στα χέρια της γιαγιάς μου.
Η προσφυγοπούλα από την Οινόη είχε χάσει
δυο από τα πέντε της παιδιά από αρρώστιες.
Πολλές φορές ρωτήθηκα πως γίνεται αυτή να ήταν παιδί της.
Λένε πως όταν ήρθε αυτή να με πάρει, γαντζώθηκα πάνω στη γιαγιά μου
και φώναζα μαμά!
Αν δε μ' έδινε τότε, ίσως όλα να ήταν διαφορετικά
Όμως δεν είδε τους λύκους.
Άλλωστε, λύκοι υπάρχουν μόνο στα παραμύθια.
Έτσι μ' έδωσε.
 
 Το άστρο της Οινόης 
 
Ψυχή χαρίζω σ' όποιον στείλει
δυο στάλες λάδι στο καντήλι
όνειρα που 'σβησεν ο χρόνος
κι ο βασιλιάς βαδίζει μόνος.
 
Στέρεψ' η γη κι ο ουρανός μου
στην άκρη αυτή τ' απάνω κόσμου
σβήνω τ' αχνάρια, δε θ' αφήσω
να τρέξει ο άγγελος ξωπίσω.
 
Μην έρθει γράμμ' αυτό το βράδυ
μην ξεχειλίσει το σκοτάδι
κι έχω καράβι ν' αρματώσω
τους πειρατές για ν' ανταμώσω.
 
Κανείς τους δε θα μου πειράξει
το θησαυρό που σου 'χα τάξει
τις μέρες που απ' εκεί με πήρες
κι εκείνο το πουγκί τις λίρες.
 
Τη γη θα κρύψω που γυρίζει
κανείς το γέλιο δε χαρίζει
και τα ρολόγια σε μιαν άκρη
κανείς δεν ξέρει αυτό το δάκρυ.
 
Ύστερα, μες στα δυο μου χέρια
θα πάρω μι' αγκαλιά μ' αστέρια
κι απ' τον Αϊ Γιώργη στην πατρίδα
τη βυσσινιά σου την ψηφίδα.
 
Το ξέρω, πίσω στο μπαλκόνι
θ' ανάψει κάποτε η οθόνη
θα 'ρθω κι εγώ να σ' ανταμώσω
κι ότι έχω σώσει θα σου δώσω.



...μοτοσυκλέτα; το μεράκι για τη μηχανή... τρώγε τώρα...

Sunday, May 5, 2013

dry bones


Gustave Doré "The Vision of The Valley of The Dry Bones" - 1866

Ανάσταση

Ποτέ μου δεν κατάλαβα
που χάθηκαν οι φίλοι
χρόνια που δε μετάλαβα
κι ένα σβηστό καντήλι.


Οι δρόμοι ντύθηκαν βαριά
με πέτρα και κατράμι
χιμάει το χώμα σα φωτιά
το νου μας να προκάμει.

Χάνοντ’ αλάργα τα βουνά
σπίτια χωριά ξεχνάμε
τάχα η αγάπη μας κρατά
και φυλαχτά βαστάμε.

Κι εγώ Λαμπρή και Πασχαλιά
βάζω φωτιά στα δάση
κατρακυλώ στα σκοτεινά
για κείνους που ‘χω χάσει.

Μα σπάει ξάφνου η λησμονιά
ραγίζουν τα γραμμένα
κι έχω ένα φόβο στην καρδιά
πως κρύφτηκαν για μένα.

Ο κόσμος που ξεκίνησα
μπροστά μου θά βγει πάλι
αγκάλη σαν πεθύμησα
με ξεκληρίζει αγκάλη.

Φοβάται κάθ’ αθάνατος
τη νύχτ’ αυτή σωπαίνει
η ανάστασ’ είναι θάνατος
κι όποιος τολμά πεθαίνει.

Baldur και Hodur


Wednesday, May 1, 2013

Τάσος Τούσης


http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%AC%CF%83%CE%BF%CF%82_%CE%A4%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%B7%CF%82

Άνοιξη

Την Άνοιξη τη φέρνει ένα λουλούδι
στην πάχνη που φυτρώνει της νυχτιάς
τ' ανθρώπινο της γης αυτής το χνούδι
δρεπάνι σαν θερίζει και χιονιάς.

Ξεχείλισε της πίκρας το κατράμι
κομπάρσος ο θεός, δε μας κοιτά
το κόκκινο πλημμύρισε ποτάμι
τους κάμπους, τις πλατείες, τα στενά.

Ο μίσχος πέφτει μόνος, γονατίζει
το αίμα γίνετ' άλικη πηγή
να βάφει, να ξεπλένει, να ποτίζει
τον πάπυρο, τ' αλέτρι, το σπαθί.

Τα πέταλα που σκόρπισε τ' αγέρι
τα φύλλα που σκορπίστηκαν στη γη
τα πόδια που σκευρώσαν στο μαδέρι
τα χέρια που τσακίσαν στο μυστρί.

Την Άνοιξη τη φέρνουν τα χελδόνια
που πέφτουν και ματώνουν τις γιορτές
οι μάνες που στοιχειώνουν τα μπαλκόνια
τα φύλλα και το χώμα στις αυλές.

Ξεχύνονται κοπάδια, ροβολάνε
οι λύκοι ξεμυτάνε κι αλυχτούν
μα κι αν μυριάδες σέρνουν δε γελάνε
ο ένας τους τρομάζει και ριγούν.

Αρχίνησαν οι σκλάβοι το τραγούδι
τα φλάμπουρα σηκώσαν οι τυφλοί
την Άνοιξη τη φέρνει ένα λουλούδι
κομμένο κάποιου Μάη τη ροδαυγή.