Ήτανε δυο και πολεμούσαν κι όπως νικούσαν τα θεριά δώδεκα σάλπιγγες ηχούσαν ο χρόνος έτρεχε γοργά.
Χτυπούσ' εκείνος απ' τη δύση κι εκείνη απ' την ανατολή κι η κούραση ν' αποκοιμίσει ερχόταν βράδυ την ψυχή.
Ήρθε μια μέρα κάποια λάμια ήρθε να πάρει και τους δυο ξύπνησαν πίσω από τα τζάμια κι έβρεχε γύρω τους θαρρώ.
Κι όπως λαμπύρισαν τα μάτια φωτιές τρυπήσαν τον καιρό κράτησ' η λάμια τα παλάτια κι οι δυο τους πέσαν στο γκρεμό. Σ' ένα ψηλό βουνό στην Τροία δυο ταξιδιώτες στη βροχή βρήκαν καθείς μια πανοπλία και δυο πετούσανε γυμνοί.
Συρανό
Τι ξιφομάχος, τι ειρμός και τι μεγάλη μύτη!
τάχα λογιέται άνθρωπος σε μακρινό πλανήτη;
δε θέλει να ξιφομαχεί, δε θέλει να νικήσει
φοβάται και να το σκεφτεί πως θα 'θελε να ζήσει.
Τι κι αν το ξίφος του τρυπά, οι μύγες δεν τελειώνουν
τα λόγια και τα βλέμματα πιότερο τον πληγώνουν
ποτέ του δεν κατάλαβε τι τάχα να 'χει φταίξει
αυτός που ντύνει μ' ομορφιά κάθε μικρούλα λέξη.
Σ' άθλια σοκάκια τριγυρνά, είναι αυτός κι εκείνοι
γυρνά το βλέμμα, κρύβεται, στόχο να μην τους δίνει
ο λόγος και το ξίφος του μπορεί να τους ντροπιάσει
μα στην ψυχή του λαχταρά μια μέρα να τους μοιάσει.
Μέσα στην δυστυχία του ήταν κι αυτό να γίνει
πως τόλμησεν ο φουκαράς και σκέφτηκε για κείνη
δε χρειαζόταν ο Κριστιάν στίχους ν' αποστηθίσει
ένας σαν είναι απ' τους πολλούς στο τέλος θα κερδίσει.
Ποτέ τους δε θα μάθουνε πως πέφτει στην παγίδα
όμως εγώ το Συρανό μες στην ψυχή μου είδα
να τρέχει και ν' αναζητά τρόπο να ταξιδέψει
σε μια πατρίδα διάφανη όνειρα για να κλέψει.
Σ' αγαπώ και το ξέρω
αν στο πω θα τ' ακούσεις
στης καρδιάς μου τα φώτα
την ψυχή σου θα λούσεις.
Σ' αγαπώ και το ξέρω
αν στο πω θα τ' αντέξεις
θ' αρπαχτείς στα φτερά μας
θα ξεχάσεις τις λέξεις.
Σ' αγαπώ και το νιώθω
σαν με δεις δε θα φύγεις
σ' έχω δει στ' όνειρό μου
την κατάρα να πνίγεις
κι αν σε κάνω θεά μου
και γι’ αυτό δε σε φτάνω
θα σε βρω κάποια μέρα
σ' έναν Όλυμπο επάνω.
Σ' αγαπώ και διστάζω να χυθώ να σε ψάξω κι αν μου δείχνεις τ' αστέρι δεν τολμώ να τ' αδράξω. Κλείνω πάλι την πόρτα τα παντζούρια μου κλείνω μα στον κήπο τα φώτα σ' αγαπώ και τ' αφήνω.
Ίσως είναι που βγήκα μες στο φως και φοβάμαι μήπως δεις τις πληγές μου και ρωτήσεις που πάμε. Ίσως είναι που θέλω να γυρίσω σκιά σου και τρομάζω να μείνω να καώ στη φωτιά σου. Σ΄ αγαπώ στο φεγγάρι που μου φέγγει τα βράδια μου χαρίζεις αχτίδες να κεντώ τα σκοτάδια. Σ' αγαπώ στ' όνειρό μου που σε φέρνει κοντά μου σ' αγαπώ σαν ξυπνήσω στη φριχτή μοναξιά μου.
Σ' αγαπώ στο ποτάμι που κυλά μες στο χώμα είχα πιεί στην πηγή του και σ' αγάπαγ' ακόμα το 'χα πει στο βαρκάρη και με γύρισε πίσω κι αν δε σ' έβρω, κει κάτω πες μου πως να γυρίσω;
Σ' αγαπώ γιατί ξέρω πόσο δε σε γνωρίζω πόσα χέρια θα κάψω τα φτερά σου ν' αγγίζω. Σ' αγαπώ γιατί τρέμω σαν το φύλλο στ' αγέρι που ποθεί να το πνίξει το δικό σου το χέρι.
Σ' αγαπώ σε κουμπάκια σ' αγαπώ στην οθόνη στη σιωπή σου που πίνω και ποτέ δεν τελειώνει. Στο τηλέφωνο πάνω που ποτέ δε σηκώνω σ' αγαπώ στη φωνή σου που στ' αυτιά μου σκοτώνω.
Σ' αγαπώ στη στολή μου που κρατά τον αέρα να φοβάμαι ν' ανοίξω να βρεθώ στον αιθέρα. Σ' αγαπώ στους φακούς μου και στα πρίσματα πάνω αγαπώ τις εικόνες μα τη σάρκα δε φτάνω.
Σ' αγαπώ στα φτερά σου που τα κρύβεις τη μέρα όταν πέφτεις στο δρόμο σαν πετάς στον αέρα. Σ' αγαπώ στο φιλί σου που το δίνεις με πάθος με γραμμούλες και χρώμα κι ας γνωρίζω το λάθος.
Σ' αγαπώ στον καπνό σου που με πνίγει ένα βράδυ στων αυτιών μου τις μύτες που σ' ακούν στο σκοτάδι. Σ' αγαπώ γι’ αυτό φύγε σ' αγαπώ στο μαχαίρι στη φαρέτρα που κρύβω και μ' απλώνεις το χέρι.
Σ' αγαπώ γιατί πέφτεις γιατί δίνεσ' ακόμα στα σκαλιά και στα πάρκα στης ασφάλτου το χρώμα. Σ' αγαπώ στο φαρμάκι στο στυφό σου το στόμα σ' αγαπώ για το δάκρυ πάνω στ' άψυχο σώμα.
Σ' αγαπώ στην οργή σου που τυφλό με φωνάζει στον κυκλώνα σου μέσα στη βροχή, στο χαλάζι. Σ' αγαπώ στη χωσιά μου καρτερώντας τους δράκους σαν τρομάξουν τη μάνα να ματώσω μπροστά τους. Σ' αγαπώ σαν αγρίμι και τα πάντα θα δώσω στης καρδιάς μου τα βάθη τις νυχιές σου να νιώσω κι αν κυλά μεταξύ μας ένα μαύρο ποτάμι με το αίμα θα βάψω το πηχτό του κατράμι.
Αγαπώ τις οπλές σου που στο μύθο καλπάζουν θα κοπούν στο σπαθί μου θηρευτές που σε σκιάζουν. Μ’ αν στα μάτια με βλέπεις και το μίσος σου πνίγεις κάποια μέρα θα πέσω κι έτσι πάλι θα φύγεις.
Σ' αγαπούσ' από τότε που ξεκίνησ' ο χρόνος έχω μάθει ν' αντέχω το ξημέρωμα μόνος κι αν το πάθος μου πνίγω την καρδιά μου σπαράζω σε μιαν έρημο μέσα σ' α γ α π ώ σου φωνάζω.
Σ' αγαπώ και σε βρίσκω σ' ένα κρύφιο σοκάκι ο χλωμός πατριάρχης σ' έχει γράψει στιχάκι κι αν χωνέψαν οι αγγέλοι στων ανθρώπων το σώμα τ' ουρανού ταξιδιώτες ίσως μείναμε ακόμα.
Σ’ αγαπώ και λυπάμαι που θα φύγω πριν φέξει μα καθώς θα κοιμάσαι ίσως στείλω τη λέξη κι όταν πιάνουν βροχούλες θα σου φτιάχνω μια ρίμα με γλυκές κουβεντούλες στα φτερά και στο κύμα.
Ένα γέλιο βασίλεψε κι η σιωπή με τρομάζει μεσημέρι το ζήλεψε στο γιαπί το χαλάζι.
15-6-2011
Μπράτσα τρέξαν, παλέψανε σε μιαν άνιση μάχη οι ελπίδες στερέψανε κάποιος κόπηκε στάχυ. Ένα γέλιο σαλπάρισε κι ο νοτιάς το ' χει αρπάξει χελιδόνι πετάρισε πίσω δε θα κοιτάξει.
Μόν' η Λάχεση γύρισε να χτυπά το κουδούνι μαύρη πίσσα πλημμύρισε στην αυλή στο καντούνι.
Ένα γέλιο που σώθηκε θέλ' η γη συντροφιά της κι η σελήνη διπλώθηκε να κρυφτεί στη σκιά της.
Το θυμάμαι ξεχύνονταν απ' τα μαύρα τα γένια στις κολώνες τυλίγονταν σαν κισσός σα γαρδένια.
Και να που κρύφτηκα ξανά
σε μονοπάτια σιωπηλά
να μη με καταλάβουν
αφού δεν είμαι σαν αυτούς
που δεν ακούν τους στεναγμούς
και τρέχουν να προλάβουν.
Και να που έφτασ' η στιγμή
που θα 'ταν το λεπτό βαρύ
κι η ζυγαριά σου γέρνει
χιμάει το ψέμα ξαφνικά
παίρνει σκοτώνει τα φιλιά
και την ψυχή μου παίρνει.
Και να τα φώτα τα χλωμά
κίτρινο βάφουν στη νυχτιά
το βούρκωμα στα μάτια
φθάνει επιτέλους το φιλί
και την καρδούλα την τρελή
μου τη σκορπά κομμάτια.
Θα ψάχνω πάλι για να βρω
αυτόν που ορίζει ως που πατώ
και δε λυγά στο ψέμα
σε ποιο στενό με καρτερά
κι έχει της λήθης τα φτερά
και της σιωπής το βλέμμα.
Ψηλά ποτέ δε θα κοιτώ
δε θα μιλώ στον ουρανό
αστέρια να μου φέρει
τ' όνειρο θα 'ναι μια αγκαλιά
για να μου λέει πως μ' αγαπά
κάποια που δε με ξέρει.
Κι όταν πεθαίνω τις αυγές
τις λίγες μέρες τις βουβές
για συντροφιά μου θα 'χω
τ' άλογο τούτο το μικρό
που δε μ' ακούει σαν του μιλώ
και δε γυρνά μονάχο.
Αν είσαι διαφορετικός -το ‘μαθες πια, ζεις μ’ αυτό- δε σε θέλουν.
Αυτό δε σε πειράζει.
Κάποτε, έτσι αναπάντεχα, κάποιος σε θέλει γι’ αυτό που είσαι.
Γι’ αυτό το “εξαιρετικό” που είσαι.
Βαριούνται σύντομα οι θεατές -πότε ήρθανε;- και χάνεται μαζί τους.
Δε θα σου πει ποτέ ότι σε κορόιδεψε. Απλά ότι, όχι γιατί.
Το γιατί το ξέρεις. Μπορούσε.
Αυτό σε πειράζει...
Cartero
Δέρμα που το ‘ραψε κλωστή λόγια βαριά σαν πέτρα μέτρα, προστάζει μια φωνή τα βήματα σου μέτρα.
Το χιόνι κρύβει τα στενά ο λίβας τα στεγνώνει μαύρα ρουμάνια σκοτεινά κι η μέρα τα ματώνει.
Μονάχα ο χρόνος γελαστός τρέχει μπροστά και γνέφει ιδρώνει πίσω του ο πιστός κι ο ξένος επιστρέφει.
Ο λύκος ρίχνει τ’ άλογο τα μάτια το πιστόλι η πείνα λύνει το ζυγό τα λόγια καιν την πόλη.
Θα σε κεράσω τ’ Αι Γιαννιού. Χίλιες φορές να φύγεις. Κάψε το σπίτι τ’ αλλουνού. Τις Κυριακές με πνίγεις.
Χάνετ’ Εκείνος πριν το φως σαρώνει Αυτός που παίρνει στ’ αστέρια ξάλαφρος, κενός ο σάκος γυροφέρνει.
Στο πέσιμο μου το βαθύ
μ’ άρπαξε ξάφνου μια κλωστή
και με στριφογυρίζει
εκεί που σφίγγει και πονά
και για δικό της με τραβά
εκεί ξεφτά και τρίζει.
Ξεστρίβει, σφίγγεται ζερβά
και μου ματώνει την καρδιά
στου θάνατου το μαύρο
κι έπειτ’ αντίθετα γυρνώ
κι αυτό το μαύρο τ’ αγαπώ
κι αιτία ψάχνω να ‘βρω.
Κι ότε γυρίσω τις βραδιές
απ’ τις παλαίστρες τις παλιές
με πονεμένα χέρια
κοιτώ ψηλά προς την κλωστή
εκεί που χάνετ’ η αρχή
εκεί που ζουν τ’ αστέρια.
Πίσ’ απ’ το μαύρο της νυχτιάς
φυσά ένας άλικος βοριάς
γλιστρά βαθιά το κήτος
κι αν στα στενά, δε φοβηθώ
δόντια και στόματα και μπω
θα ‘ναι η κλωστή μου μίτος.
Στο πέσιμο μου το βαθύ παίζει θαρρείς μια μουσική στις νότες λέξεις κρύβει μου λέει θα σβήσω σαν πιαστώ μου λέει να πέφτω να σωθώ και το μυαλό μου στίβει.