Ούτε που τους έβλεπε πια, ούτε τους άκουγε.
Το τραγούδι δυνάμωνε ώρα την ώρα κι αυτοί λύσσαγαν και μούγκριζαν ζαλισμένοι.
Το τραγούδι δυνάμωνε ώρα την ώρα κι αυτοί λύσσαγαν και μούγκριζαν ζαλισμένοι.
Άλλος να πασχίζει να κόψει την αλυσίδα που ο ίδιος είχε δεθεί
λες και δεν είχε το κλειδί να ξεκλειδώσει
κι άλλοι έβγαζαν τα βουλοκέρια κι έπεφταν στον πόντο
σε κύματα ψυχρά κι άγρια γεμάτα βράχια κοφτερά.
Άλλοι πάλι ασχολιόνταν ακόμα μαζί του. Τον κοίταζαν
με ματιές παράξενες, σα να τον κορόιδευαν.
Μα κείνος ούτε τους λογάριαζε. Ακουμπισμένος στο σανίδι της κουπαστής
μιλούσε πάντα με το πλάσμα
που ζύγωσε τώρα για καλά και άκουγε
κι αποκρινόταν.
Μη θαρρείς, έλεγε, ένα πλάσμα είμαι κι εγώ κι όλοι μας...
Σαν πέσουν οι μάσκες, τότε φαίνονται καλά οι άνθρωποι και τα στοιχειά...
λες και δεν είχε το κλειδί να ξεκλειδώσει
κι άλλοι έβγαζαν τα βουλοκέρια κι έπεφταν στον πόντο
σε κύματα ψυχρά κι άγρια γεμάτα βράχια κοφτερά.
Άλλοι πάλι ασχολιόνταν ακόμα μαζί του. Τον κοίταζαν
με ματιές παράξενες, σα να τον κορόιδευαν.
Μα κείνος ούτε τους λογάριαζε. Ακουμπισμένος στο σανίδι της κουπαστής
μιλούσε πάντα με το πλάσμα
που ζύγωσε τώρα για καλά και άκουγε
κι αποκρινόταν.
Μη θαρρείς, έλεγε, ένα πλάσμα είμαι κι εγώ κι όλοι μας...
Σαν πέσουν οι μάσκες, τότε φαίνονται καλά οι άνθρωποι και τα στοιχειά...
Έξι μου λεν ευχαριστώ
έξι να με διδάξουν
ψες βράδυ σ’ όνειρο κρυφό
στεκόμουν να μ’ αρπάξουν.
Οκτώ γυρίζουν και μ’ ακούν
οκτώ μαζί κοιτάζουν
τέσσερ’ ανοίγουν κι αλυχτούν
και θα μιλούν μου τάζουν.
οκτώ μαζί κοιτάζουν
τέσσερ’ ανοίγουν κι αλυχτούν
και θα μιλούν μου τάζουν.
Δώδεκ’ αντάμα, μια χιμούν
μια κρύβονται παρέκει
κάνω σινιάλα να με δουν
και σφίγγω το τουφέκι.
μια κρύβονται παρέκει
κάνω σινιάλα να με δουν
και σφίγγω το τουφέκι.
Την άμμο νιώθω να κυλά
στην άδεια του θαλάμη
ας ήταν τούτη τη νυχτιά
κομμάτια να με κάμει.
στην άδεια του θαλάμη
ας ήταν τούτη τη νυχτιά
κομμάτια να με κάμει.
Μα δε σκοτώνει τ’ όνειρο
στον Ήλιο μένεις ένας
σιωπή που μ’ έχεις όμηρο
δε μου μιλά Κανένας.
στον Ήλιο μένεις ένας
σιωπή που μ’ έχεις όμηρο
δε μου μιλά Κανένας.
Βγαίνω για φρούτα στη στεριά
κι ο νους που κύκλους κάνει
σε βρίσκει στην ακρογιαλιά
σ’ αιμάτινη μελάνη.
σε βρίσκει στην ακρογιαλιά
σ’ αιμάτινη μελάνη.
Κι ενώ δεν ξέρω να μιλώ
φοβάμαι να σιωπήσω
ίσως τον άνθρωπο να δω
το πλάσμ’ αν αντικρίσω.
φοβάμαι να σιωπήσω
ίσως τον άνθρωπο να δω
το πλάσμ’ αν αντικρίσω.
Άστρα θλιμμένα και θαμπά
με ταξιδεύουν πίσω
μα δε νικούν τα λαμπερά
στον κόσμο που θ’ αφήσω.
με ταξιδεύουν πίσω
μα δε νικούν τα λαμπερά
στον κόσμο που θ’ αφήσω.
...δεν ξέρω αλήθεια σε πιο καράβι θ' ανεβώ...
No comments:
Post a Comment