Θερινό σινεμά
Ήρθαν χαράματα και φέρανε μαζί
φαρμάκι γράμματα να πιώ να μεταλάβω
μια πινακίδα που σκοτώνει για να ζεί
και να δοξάζει θυρεός τον εργολάβο.
Όλος ο κόσμος πόχε χτίσει μια καρδιά
σβήνει στο φως, τον αφανίζουν οι αχτίδες
και τα καθίσματα ντυμένα στα λευκά
γίναν κουρέλια σάπια σίδερα και βίδες.
Σχισμένες σέρνονται τ' Ακίρα οι μορφές
μικρά προσκέφαλα παιδιών αποδιωγμένων
θα ψάξουν αύριο καινούργιες γειτονιές
ψυχές εξόριστες των καταφρονεμένων.
Μάνα των κόσμων χρόνια τώρα πια βουβή
έφυγε χτές πάνω σε Ντάτσουν φορτωμένη
βέργα θα λιώσει στο τσιμέντο να κρυφτεί
παρά κρυμμένη στη σκουριά ν' αργοπεθαίνει.
Ατσάλι κίτρινο το τέρας στη γωνιά
δάκρυ σταλάζει μαύρο λάδι στο σοκάκι
με την αυγούλα στ' οδηγού την απονιά
θα μπεί στη μάχη τυφλωμένο στρατιωτάκι.
Χιλιάδες όνειρα θαμμένα στη σιωπή
σε μια καρότσα ανατροπή θα τα χωρέσουν
ένας μαντρότοιχος και μια μικρή σκεπή
μπάζα παράνομα σε ρεματιά θα πέσουν.
Κι εγώ σαν ίσκιος θ' απομείνω στις σκιές
να ζητιανεύω χρόνι' ασπρόμαυρα σαν πρώτα
πικρός δραπέτης σάμπως ξέφυγ' απ' το χτές
σε μιαν οθόνη του μυαλού να ψάχνω φώτα.
να ζητιανεύω χρόνι' ασπρόμαυρα σαν πρώτα
πικρός δραπέτης σάμπως ξέφυγ' απ' το χτές
σε μιαν οθόνη του μυαλού να ψάχνω φώτα.
...έτοιμο το σπίτι...
κρύψτο, κρύψου, όλα κρύψτα πίσ' από τις λέξεις...
No comments:
Post a Comment